Συνέντευξη με το μέλος του Στόλου Ελευθερίας, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τάκη Πολίτη.
Τη συνέντευξη πήραν η Ζωή Γεωργούλα και η Ιωάννα Δρόσου.
Δώσε μας μια εικόνα της κατάστασης την παρούσα στιγμή.
Το επιβατηγό καράβι Conscience φορτωμένο με ανθρωπιστική βοήθεια, είχε αποπλεύσει από την Τυνησία, τον τελευταίο σταθμό που είχε κάνει για να εφοδιαστεί με καύσιμα, με προορισμό τη Γάζα. Επρόκειτο να πλεύσει ως τα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Μάλτας, όπου οι ακτιβιστές που είχαμε συγκεντρωθεί εδώ στη Μάλτα, θα μετεπιβιβαζόμασταν προσεγγίζοντας με νοικιασμένα πλεούμενα, αφού θα είχαν προηγηθεί όλες οι τυπικές διαδικασίες του immigration office. Στο καράβι βρίσκονταν ήδη δώδεκα μέλη πληρώματος και έξι ακτιβιστές τουρκικής εθνικότητας. Λίγες ώρες πριν συμβεί η μετεπιβίβαση, το βράδυ της Πρωτομαγιάς, συνέβη η επίθεση, από την οποία προκλήθηκαν ευτυχώς μόνο υλικές ζημιές. Έχει καταγραφεί από τα σχετικά καταγραφικά συστήματα ότι, για αρκετές ώρες και λίγο πριν το χτύπημα, ισραηλινό στρατιωτικό αεροσκάφος Ηercules υπερίπτατο στην περιοχή. Μάλιστα ενώ πέρασε και από τον ελληνικό εναέριο χώρο, δεν γνωρίζουμε ότι ακολουθήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Ειρήσθω εν παρόδω, το καράβι έφερε σημαία της Δημοκρατίας του Παλάου. Την Πρωτομαγιά το μεσημέρι, το Παλάου απέσυρε τη σημαία του. Η δική μου γνώση, με βάση και την εμπειρία μου, λέει ότι δεν είναι σύνηθες, το λιγότερο, να αποσύρεται σημαία εν πλω. Η συγκεκριμένη σημαία σήμαινε ότι, βάσει των συμφωνιών μεταξύ κρατών, αν χτυπηθεί πλοίο με σημαία Παλάου, οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να αναλάβουν την υπεράσπισή του. Επομένως αν χτυπιόταν με ισραηλινό drone αυτό το πλοίο, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να χτυπήσουν το Ισραήλ. Καταλαβαίνουμε ότι αυτό αποτελεί σενάριο μάλλον επιστημονικής φαντασίας.
Το Σάββατο 3 Μαΐου προσεγγίσαμε το Conscience με δύο νοικιασμένα σκάφη, σε απόσταση 50-60 μέτρων, αφού οι εντολές που είχαν πάρει τα δύο σκάφη από το μαλτέζικο λιμεναρχείο δεν τους επέτρεπαν να προσεγγίσουν περισσότερο. Μάλιστα εμφανίστηκε και οπλισμένο σκάφος του λιμενικού, το οποίο έκανε συστάσεις στους καπετάνιους και ρώτησε τις δικές μας εθνικότητες. Υπήρχε δηλαδή εχθρικό κλίμα από την πλευρά των αρχών της Μάλτας. Αυτό το κλίμα υποτίθεται ότι ανατράπηκε με δηλώσεις του Μαλτέζου πρωθυπουργού την επόμενη μέρα. Λέω υποτίθεται διότι δεν τηρήθηκαν οι δηλώσεις αυτές σε όλες τις πτυχές τους, αφού με βάσει αυτές προβλεπόταν ελλιμενισμός του Conscience στη Μάλτα, πράγμα που δεν επετράπη. Μάλιστα τους έξι ακτιβιστές τους πήραν άρον άρον με τρόπο που προσομοιάζει σε απέλαση. Τους επιβίβασαν σε πτήση της Τurkish Airlines την οποία καθυστέρησαν για να τους επιβιβάσουν. Ενώ προσπάθησαν με κάθε τρόπο εμείς να μην έρθουμε σε επαφή μαζί τους και εν τέλει τους συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί τους για δύο λεπτά.
Οι κυβερνήσεις δεν έχουν πάρει θέση απέναντι σε αυτήν την επίθεση ούτε έχει αποσαφηνιστεί από πού και με ποιανού εντολή εκκίνησαν τα drones που χτύπησαν το καράβι. Παρότι έχει διατυπωθεί και έκκληση από την πλευρά σας για να πάρουν θέση οι κυβερνήσεις.
Πέρα από τη δική μας έκκληση, είναι –θα έπρεπε να είναι– αυτονόητο ότι, εφόσον δέχεται επίθεση ένα μη πολεμικό πλοίο ευρισκόμενο σε διεθνή ύδατα στη Μεσόγειο, φορτωμένο με ανθρωπιστική βοήθεια, στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστούν πολίτες ευρωπαϊκών χωρών, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όφειλαν να πάρουν θέση. Μάλιστα τη στιγμή που υπάρχουν δημοσιεύματα κυβερνητικού επιπέδου από το Ισραήλ με τα οποία αναλαμβάνει την ευθύνη για το χτύπημα. Αντ’ αυτού, όταν στο ευρωκοινοβούλιο έβαλαν το θέμα προς συζήτηση οι ευρωομάδες της Αριστεράς και των Πρασίνων, απορρίφθηκε πριν καν μπει σε συζήτηση.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
Το καράβι δεν μπορεί να επισκευαστεί εύκολα και άμεσα. Η αξιοποίηση αυτού του σκάφους για συνέχιση της ανθρωπιστικής αποστολής δεν είναι εφικτή. Χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι το καράβι αυτό δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα. Ακόμα κι αν φτάναμε στη Γάζα, δεν θα μπορούσαμε να θρέψουμε 2,2 εκατ. ανθρώπους που λιμοκτονούν, αφού από τις 2 Μαρτίου το Ισραήλ δεν επιτρέπει ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα. Ο στόχος ήταν να επιτευχθεί μια αφύπνιση συνειδήσεων, εξ ου και το όνομά του. Συνεπώς η αποστολή έχει ολοκληρωθεί. Αυτό που πρέπει επειγόντως να γίνει είναι να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινότητα. Δεν μιλάμε για πολιτικές λύσεις. Μιλάμε για το ανθρωπιστικό επίπεδο. Πρέπει επειγόντως να πάψει η ανθρωπιστική καταστροφή που πραγματοποιείται εις βάρος του λαού της Γάζας.
Ο ΟΗΕ έχει κάνει επείγουσα έκκληση ήδη εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες. Την Κυριακή ωστόσο το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι μέχρι τις 15 Μαΐου θα έχει ολοκληρώσει την κατοχή στη Γάζα που ουσιαστικά ισοδυναμεί με γενοκτονία.
Ντρέπομαι να λέω ότι είμαι Ευρωπαίος. Δεν είναι μόνο η ευθύνη των κυβερνήσεων. Οι λαοί πρέπει να κινητοποιηθούν. Μόνο από ανθρωπιστική σκοπιά. Η αφωνία είναι ηθική κατάπτωση για την Ευρώπη. Υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, και ένα λάθος στρατηγικής, η διαμαρτυρία και η πίεση δεν πρέπει να απευθύνεται μόνο στο Ισραήλ αλλά και στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών.
Για φανταστείτε να συνέβαινε κάτι αντίστοιχο στον πόλεμο στην Ουκρανία: Να κινούταν ένα κονβόι ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον ουκρανικό λαό και η Ρωσία να το χτυπούσε. Τι θα είχε ενεργοποιήσει μια τέτοια πράξη; Για τη Γάζα γιατί σιωπά η Ευρώπη;
Μια τρομοκρατική ομάδα που θέλει να αυτοαποκαλείται κράτος του Ισραήλ κουρελιάζει όλους τους νόμους διεθνούς δικαίου και τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και το παρακολουθούμε αδρανείς να διαπράττει γενοκτονία;
Ο συγγραφέας Εντουάρ Λουί ερωτήθηκε αν πιστεύει ότι κάποιος που δεν έχει το δικό του βίωμα της ομοφοβίας θα μπορούσε να ανεβάσει μια θεατρική διασκευή ενός από τα βιβλία του. Στην απάντησή του επιχειρηματολογεί ενάντια σε μια περιοριστική αντίληψη της ταυτότητας ως ιδιοκτησίας που ανήκει σε κάποιους από εμάς.
Εχθές, ένας σκηνοθέτης θεάτρου που ήθελε να ανεβάσει μια διασκευή ενός από τα βιβλία μου μού έγραψε. Είπε ότι δεν ήταν βέβαιος αν είχε το δικαίωμα να πει την ιστορία μου, αφού είναι στρέιτ ενώ εγώ είμαι ένας ομοφυλόφιλος που γράφει για την ομοφυλοφιλία. Ορίστε τι απάντησα -και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να το μοιραστώ μαζί σας, να πω άπαξ και διά παντός τι νομίζω για αυτά τα ερωτήματα.
1. Έχεις πάντοτε το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θελήσεις και κανείς άλλος δεν μπορεί να σου πει τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις. Οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι αριστεροί αλλά τραβάνε μια γραμμή ανάμεσα στο ποιος έχει δικαίωμα να μιλήσει και ποιος πρέπει να το βουλώσει είναι στην πραγματικότητα δεξιοί.
2. Η εμπειρία δεν είναι αλήθεια. Μπορεί να είναι μια πηγή της αλήθειας, μπορεί να βοηθήσει, αλλά δεν αποτελεί ποτέ εγγύηση. Στη ζωή μου είδα ομοφοβικούς ομοφυλόφιλους, συνάντησα κάποιους μη λευκούς ρατσιστές και κάποιες μισογυνικές γυναίκες. Η εμπειρία δεν προστατεύει κανέναν από τις ιδεολογίες. Συνεπώς, το ερώτημα δεν είναι ποτέ ποιος μιλάει αλλά τι είναι αυτό που λέει. Το θέμα είναι το περιεχόμενο του λόγου. Το ερώτημα είναι το εξής: Λες κάτι που βοηθά τους ομοφυλόφιλους ή κάτι που τους προσβάλει; Λες κάτι που μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης ή κάτι που τους κάνει λιγότερο ορατούς; Λες κάτι που τους οπλίζει ή κάτι που αναπαράγει την εκμετάλλευσή τους;
3. Οι άνθρωποι που σκέφτονται την ταυτότητα ως κάτι που ανήκει μόνο σε μια ομάδα ανθρώπων είναι καπιταλιστικοί. Αποτελούν μέρος της καπιταλιστικής καταπίεσης. Ομιλούν για την ταυτότητα σαν να είναι κάποια μικρή ιδιοκτησία -το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου, το πορτοφόλι μου, η ταυτότητά μου, η κουιριά μου. Αυτό είναι λάθος. Η ταυτότητά μου δεν μου ανήκει. Ανήκει σε σένα στον ίδιο βαθμό που ανήκει και σ’ εμένα. Η ομοφυλοφιλία μου δεν είναι κάτι που μου ανήκει, συνεπώς μπορεί ο καθένας να ομιλεί γι’ αυτήν -και πάλι, το ερώτημα είναι τι λένε γι’ αυτήν οι άνθρωποι και όχι ποιος μιλάει.
4. Δεν πιστεύω στην ιδέα του σφετερισμού γιατί δεν πιστεύω στην ιδιοκτησία. Και σε κάθε περίπτωση, προτιμώ να ζω σε μια κοινωνία κλεφτών παρά σε μια κοινωνία ιδιοκτητών. Και αγαπώ τον Ζαν Ζενέ περισσότερο από τον Στιβ Τζομπς. (Γνωρίζω φυσικά ότι οι ιδιοκτήτες, ιστορικά, έγιναν ιδιοκτήτες διότι έκλεψαν. Υπάρχει λοιπόν μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο, μια σύνθετη σύνδεση. Αλλά τα συμβολικά αγαθά, όπως η γλώσσα, δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν τα χρήματα ή η γη. Αν πάρω πενήντα ευρώ από εσένα ή αν σου πάρω τη γη, δεν τα έχεις πια. Αν όμως πάρω την ιστορία σου, την έχεις ακόμη. Η γλώσσα δεν είναι κάτι που μπορείς να κόψεις σε κομμάτια, σε αντίθεση με τα υλικά αντικείμενα είναι κάτι που πολλαπλασιάζεται. Για τον λόγο αυτό, στο πεδίο της τέχνης και της λογοτεχνίας οι ηττημένοι της ιστορίας είναι πάντοτε οι νικητές. Εκείνοι που αποστερήθηκαν τα πάντα είναι εκείνοι που στο τέλος μιλάνε. Εκείνοι είναι που δημιουργούν τα όμορφα πράγματα, γιατί η γλώσσα δεν είναι κάτι που μπορείς να κλέψεις -τουλάχιστον όχι για πάντα. Πάντοτε εκ νέου αναδύεται. Για τον λόγο αυτό, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς -ή η συντριπτική τους πλειοψηφία- προέρχονται από καταπιεσμένες πληθυσμιακές κατηγορίες. Για τον λόγο αυτό, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς είναι η Τόνι Μόρισον, η Ανί Ερνό, ο Τζέιμς Μπόλντουιν, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η Τζαμάικα Κίνκεϊντ, η Γιουν Λι, ο Τας Ο.)
5. Εδώ μιλάμε για θέατρο. Το θέατρο έχει να κάνει με την ομορφιά της αποστέρησης. Όταν διασκευάζεις κάτι για τη ζωή μου, παίρνεις τη ζωή μου, την αποστερούμαι, και αυτό είναι κάτι καλό. Γιατί δεν επέλεξα τη ζωή μου. Δεν επέλεξα να είμαι γκέι, να ανήκω στην εργατική τάξη ή να γεννηθώ σε έναν προκαθορισμένο κόσμο. Επειδή εγώ δεν επέλεξα είναι επίσης ζωτικής σημασίας να έχω και κάποιον άλλον να φροντίζει την ιστορία μου για μένα και στη θέση μου. Θα έπρεπε να έχουμε ένα θεμελιώδες δικαίωμα να μην κουβαλάμε τον πόνο ή τη βία που δεν επιλέξαμε ποτέ, να έχουμε κάποιον άλλον να το κάνει για εμάς. Οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι προοδευτικοί αλλά μας αναγκάζουν να μιλάμε για όσα βιώσαμε, και μόνο για όσα βιώσαμε, είναι βίαιοι. Θέλουν να τραβήξουμε και με το στόμα μας ό,τι τραβήξαμε ήδη με τα σώματά μας, με τη σάρκα μας, ενάντια στη βούλησή μας. Δεν θέλουν να βγούμε από αυτό. Ρωτήστε γυναίκες που βίωσαν σεξουαλική βία: πολλές από αυτές δεν θέλουν να μιλάνε για αυτό, δεν θέλουν να το ξαναζούν μέσα από την πράξη της ομιλίας, δεν θέλουν να έχουν την ευθύνη γι’ αυτό. Το να έχουν κάποιον να μιλάει εκ μέρους τους είναι μια απελευθέρωση. Για μένα ήταν. Έγραψα ένα βιβλίο για τον βιασμό. Ο Τόμας Οστερμάιερ το διασκεύασε για το θέατρο. Τα τελευταία δύο χρόνια περίπου δεν έχω νιώσει αρκετά δυνατός για να μιλήσω για αυτό το θέμα, με πονάει, οπότε, κάθε φορά που το κάνει ο Τόμας δεν χρειάζεται να το κάνω εγώ. Αυτός είναι ένας θετικός σφετερισμός. Ένα είδος σφετερισμού που αποδίδει σε όσους υποφέρουν το προνόμιο της σιωπής.
6. Αυτό μου θυμίζει τους ανθρώπους που λένε ότι οι γκέι είναι όλο και λιγότερο πολιτικά στρατευμένοι. Άκουσα κάποιον να λέει, πριν από μερικούς μήνες, «Όταν πηγαίνεις στο Pride, βλέπεις όλο και λιγότερους γκέι, τώρα πια θέλουν όλοι να αγοράσουν ένα σπίτι και να πάρουν σκύλο.» Αλλά γιατί θα έπρεπε ο ρόλος των γκέι να είναι να παλεύουν; Γιατί δεν μπορούν άλλοι να παλέψουν στη θέση μας; Έχουμε ήδη υποφέρει τόσο πολύ στη ζωή μας, τόσο συχνά. Γιατί θα έπρεπε να υποφέρουμε ξανά παλεύοντας. Το να παλεύεις είναι εξοντωτικό. Το να παλεύεις προκαλεί πόνο, σε κάνει ευάλωτο, σε κάνει και πάλι στόχο. Η πολιτική προκαλεί εξάντληση, ένταση, άγχος, και εμείς οι γκέι είμαστε ήδη εξουθενωμένοι από τη ζωή μας, από τις ύβρεις που δεχτήκαμε στην παιδική μας ηλικία, από την απόρριψη με την οποία ήρθαμε αντιμέτωποι. Έχουμε ένα θεμελιώδες δικαίωμα να ξεκουραστούμε και, κατά συνέπεια, ένα θεμελιώδες δικαίωμα να έχουμε άλλους ανθρώπους να μιλάνε εκ μέρους μας. Προφανώς, θέλω οι άνθρωποι να παλεύουν. Εγώ παλεύω, προσπαθώ να παλεύω, γράφω -είναι το μόνο πράγμα που κάνω. Αλλά είναι κάτι που θέλω να αποφασίζω, όχι κάτι που μπορούν να μου επιβάλουν άλλοι άνθρωποι λόγω της ταυτότητάς μου. Και αναφέρομαι εδώ κυρίως στην ομοφυλοφιλία μου. Αλλά πιστεύω ότι αυτό που λέω ισχύει και για άλλους ανθρώπους εξ ίσου. Η μητέρα μου είναι μια γυναίκα της εργατικής τάξης, και δεν θέλει να μιλάει για τη φτώχια, δεν θέλει να κάνει πολιτική συζήτηση γύρω από αυτό, είναι υπερβολικά εξαντλημένη από πενήντα χρόνια ζωής στη φτώχια. Στο εργατικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα, οι άνθρωποι συχνά έλεγαν ότι τα αριστερά κόμματα τους αγνοούσαν -«Κανείς δεν μιλάει για εμάς.» Δεν έλεγαν, «Θέλουμε να μιλήσουμε.» Έλεγαν, «Κανείς δεν μιλάει για εμάς.» Πολλοί άνθρωποι που υπέφεραν πολύ θέλουν να μιλήσουν άλλοι άνθρωποι για εκείνους. Αποτελεί μικροαστική φαντασίωση το να νομίζει κανείς ότι όλοι ονειρεύονται να μιλήσουν για τον εαυτό τους, να προσθέσουν κι αυτή την οδύνη σε όλες τις υπόλοιπες μορφές οδύνης από τις οποίες ήδη πέρασαν. Το πρόβλημα με το πολιτικό πεδίο σήμερα είναι ότι ελέγχεται όλο και περισσότερο από την αστική τάξη, και οι αστοί νομίζουν ότι ο φανταστικός τους κόσμος είναι ο πραγματικός κόσμος.
7. Αν οι γκέι ή τρανς άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν για τα εαυτά τους, τότε θα πρέπει να μπορούν να το κάνουν. Αν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης θέλουν να μιλήσουν για τους εαυτούς τους, τότε θα πρέπει να μπορούν να το κάνουν. Είναι αλήθεια ότι φιμωθήκαμε για τόσο πολύ καιρό που από πολλούς μετατραπήκαμε σε καρικατούρες. Αλλά αυτό είναι ένα διαφορετικό θέμα. Δεν θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο στο να μιλάνε άλλοι άνθρωποι. Το να δίνουμε νέα δικαιώματα σε ανθρώπους, όπως το δικαίωμα στον λόγο, δεν συνεπάγεται αφαίρεση αυτού του δικαιώματος από άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι, και πάλι, μια τάση συντηρητική. Όλοι οι δεξιοί πολιτικοί παίζουν με αυτή την ιδέα: λένε ότι πρέπει να στερήσουμε από κάποιους ανθρώπους τα δικαιώματά τους προκειμένου να κάνουμε καλύτερη τη ζωή άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι ένα ψέμα.
8. Φυσικά, αν έχετε ερωτήσεις, αν έχετε αμφιβολίες, μπορείτε να ρωτήσετε κάποιους γκέι ανθρώπους γύρω σας. Το κάνουμε πάντοτε αυτό όταν δουλεύουμε. Έτσι είναι η τέχνη. Είναι μια συλλογική διαδικασία. Έχει να κάνει με την ανταλλαγή, με την προσπάθεια να φτάσουμε στην αλήθεια. Ακόμη κι εγώ, όταν γράφω για έναν γκέι χαρακτήρα, ή για οποιονδήποτε άλλον χαρακτήρα, ή για τη μητέρα μου, φοβάμαι μήπως δεν είμαι δίκαιος, μήπως είμαι απλοϊκός ή γελοιογραφικός ή μήπως κάτι μου διαφεύγει. Ρωτώ λοιπόν τους φίλους μου, ξαναδιαβάζουν τη δουλειά μου, μού κάνουν προτάσεις. Και κάποιες φορές κάνω λάθη, παρά το γεγονός ότι είμαι γκέι, όταν γράφω για την ομοφυλοφιλία. Γιατί η εμπειρία δεν είναι το άπαν. Οπότε, παρόμοιο θα είναι και για σένα να ανεβάσεις ένα έργο με έναν γκέι χαρακτήρα, ακόμη κι αν είσαι στρέιτ. Θα δουλέψεις. Έτσι είναι η τέχνη. Θα μιλήσεις. Θα κάνεις λάθη. Θα προσπαθήσεις να τα διορθώσεις. Ανεξάρτητα από το από πού είσαι, ανεξάρτητα από το τι γράφει η ταυτότητά σου, ανεξάρτητα από το με ποιον κοιμάσαι τη νύχτα. Γιατί, και πάλι, το μοναδικό που προέχει είναι το τι θέλεις να πεις -και είμαι βέβαιος ότι θέλεις να πεις χειραφετητικά πράγματα. Γιατί, και πάλι, κανείς δεν μπορεί να σου πει για τι να μιλήσεις και για τι όχι. Γιατί ζούμε σε έναν κοινό κόσμο και τα πάντα ανήκουν σε όλους. Ελπίζω αυτά τα λίγα λόγια να σου δώσουν δύναμη. Να έχεις μια όμορφη μέρα, Εντουάρ
Εντουάρ Λουί: «Μου είναι αδύνατο να δεχτώ πως ο πατέρας μου εξακολουθεί να ψηφίζει τη Λεπέν»
Το «τρομερό παιδί» της γαλλικής λογοτεχνίας βρίσκεται όλο και πιο συχνά στην Αθήνα που τόσο αγαπά· με αφορμή την εμφάνισή του στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μίλησε στη LiFO για την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα στη Γαλλία και διεθνώς.
Συνάντησα το «τρομερό παιδί» της γαλλικής λογοτεχνίας λίγο πριν από την προς τιμήν του εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε το φετινό 25ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας και κάναμε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα εν είδει προθέρμανσης.
«Τελευταία, με βλέπετε, πράγματι, συχνά στην Αθήνα γιατί την αγαπώ πολύ. Ποτέ, σε καμία άλλη πόλη, δεν έχω νιώσει τόσο όμορφα. Μου αρέσει το φως, οι άνθρωποί της και ειδικά αυτοί που έχουν μια πιο μελαγχολική ιδιοσυγκρασία με την οποία ταυτίζομαι περισσότερο, το ότι είναι μια πόλη εξαιρετικά ζωντανή μέρα και νύχτα… Είναι, ξέρεις, δύσκολο να πεις τι ακριβώς σού αρέσει σε κάτι, το αντίθετο είναι ευκολότερο γιατί η αντιπάθεια, όπως και το μίσος, εξηγούνται πολύ ευκολότερα από τη συμπάθεια και την αγάπη.
Να συμπληρώσω, βέβαια, ότι πουθενά αλλού δεν συνάντησα μια τόσο ενδιαφέρουσα όσο και δυναμική πολιτική σκηνή με τόσο έντονη παρουσία της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, στις διάφορες εκφάνσεις της, από τους τροτσκιστές ως τους αναρχικούς. Υπήρχε κάποτε και στη Γαλλία αυτό, αλλά έχει ατονήσει. Ίσως η ακροδεξιά πρόκληση και η δημιουργία ως απάντηση σε αυτήν του Νέου Λαϊκού Μετώπου, το οποίο κι εγώ στήριξα, να διαμορφώσει άλλο τοπίο.
«Είχα τις προάλλες μια έντονη τηλεφωνική λογομαχία με τον πατέρα μου όταν μου δήλωσε ότι θα ψηφίσει και πάλι την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν. Τον απείλησα ότι δεν θα του ξαναμιλήσω γιατί είναι αδύνατο να δεχτώ πως εξακολουθεί να ψηφίζει ένα κόμμα που αντιπροσωπεύει όλα εκείνα που θα ακύρωναν και θα οδηγούσαν στον αφανισμό όχι μόνο εμένα, τον γιο του, ως άνθρωπο αλλά και τον ίδιο».
Και στην Ελλάδα άλλωστε η άνοδος της Χρυσή Αυγής υπήρξε αφορμή για μια μεγάλη αντιφασιστική συσπείρωση που κέρδισε πολλές μάχες. Γεγονός, πάντως, είναι ότι εδώ ακούω ή συμμετέχω σε περισσότερες πολιτικές συζητήσεις απ’ ό,τι εκεί, ίσως και επειδή περάσατε πολλές δοκιμασίες τα τελευταία χρόνια. Μαθαίνω τώρα ότι η συντηρητική κυβέρνηση «ανοίγει την πόρτα» στην εξαήμερη εργασία – αν ισχύει αυτό, είναι απαράδεκτο. Δεν γίνεται να περνάνε τέτοιες πολιτικές.
Ξεκίνησα να γράφω για να αναμετρηθώ με τα προσωπικά μου βιώματα, όχι για να γίνω κάποιος. Αν επέζησα σωματικά και ψυχολογικά από την τρομακτική βία που γνώρισα ως γκέι αγόρι, το οφείλω στη συγγραφή. Πρότυπό μου σε αυτό υπήρξε ο Πρίμο Λέβι, ο πρώτος που έγραψε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, όχι μόνο επειδή ένιωθε, καθώς σημείωνε, ήδη αφότου οδηγήθηκε στο Άουσβιτς, την ηθική και ιστορική υποχρέωση να το πράξει αλλά και επειδή έτσι θα έβρισκε ένα γερό κίνητρο να επιβιώσει. Ήμουν 9 ή 10 χρονών όταν με περίμεναν οι συμμαθητές μου στη γωνία για να με ειρωνευτούν και να με φτύσουν και ήδη από μέσα μου έλεγα ότι έπρεπε να το αντέξω όλο αυτό γιατί όφειλα να γράψω μια μέρα τι μου συνέβη, τι συμβαίνει σε χιλιάδες νεαρά παιδιά σαν εμένα στον κόσμο.
Ακούω πολλούς μεγαλύτερους να διαμαρτύρονται ότι τα νέα ιδίως παιδιά δεν διαβάζουν. Και όλοι τους κατηγορούν γι’ αυτή την εξέλιξη τους «απρόθυμους» αναγνώστες, τη νεολαία, το «κόλλημα» με τα σόσιαλ μίντια κ.λπ., ποτέ όμως δεν θίγουν το πόσο ανεπαρκείς και αδιάφοροι είναι πια οι περισσότεροι συγγραφείς. Δηλαδή, αντί για μια κοινωνιολογία της δημιουργίας εστιάζουν σε μια κοινωνιολογία της υποδοχής. Επομένως καταλαβαίνω απόλυτα όσους νέους ανθρώπους γυρνάνε την πλάτη τους στο βιβλίο.
Θυμάμαι κι εμένα νεότερο να δυσκολεύομαι πολύ να βρω ένα ανάγνωσμα που να αφορά τον κόσμο όπου ζούσα, είτε μιλάμε για πεζογραφία, είτε για ποίηση, είτε για πρόζα. Η βία, η βαρβαρότητα και η αλλοτρίωση που βίωνα απλώς δεν υπήρχαν εκεί, ούτε κυριολεκτικά ούτε μεταφορικά έστω, γιατί υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι να περιγράψεις μια πραγματικότητα, δεν είναι αναγκαίο να γράφεις ρεαλιστικά, «στρατευμένα». Αν οι άνθρωποι σήμερα δεν διαβάζουν αυτό οφείλεται στο διαζύγιο που έχει πάρει καιρό τώρα η λογοτεχνία από τον πραγματικό κόσμο, κάτι το οποίο είχε ήδη επισημάνει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Ένας καλλιτέχνης, συγγραφέας ή διανοούμενος που, πέρα από το ταλέντο, έχει και συναίσθηση του κόσμου όπου ζει δεν μπορεί παρά να είναι αριστερός, και επιμένω σε αυτό. Διότι δεν μπορείς καν να περνιέσαι για έξυπνος άνθρωπος αν δεν σε αγγίζουν η καταπίεση, η καταστολή, οι κοινωνικές και έμφυλες ανισότητες. Έχεις υποχρέωση να ασκείς κριτική στο κυρίαρχο σύστημα και το κυρίαρχο αφήγημα του καιρού σου, στη δεξιά αλλά και στην ίδια την αριστερά, όταν χρειάζεται. Αυτό, άλλωστε, έπρατταν όλοι οι «ήρωές» μου, ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Παζολίνι, η Χάνα Άρεντ.
Μιλώντας έπειτα για την αριστερά, δεν μου αρέσει, για παράδειγμα, η «ταμπέλα» του νεοφιλελεύθερου που συνήθως κολλά σε ό,τι αντιπολιτεύεται γιατί είναι μια γενικότητα που περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει. Αλλά η ιστορία της πολιτικής είναι καταρχάς μια ιστορία της ηγεμονίας. Τα κομμουνιστικά και τα άλλα αριστερά κόμματα στο παρελθόν εστίαζαν αποκλειστικά στο ταξικό, παραμερίζοντας θεματικές όπως η πατριαρχία, ο σεξισμός, η ομοφοβία. Ο Βισκόντι, όπως και ο Παζολίνι, διαγράφηκαν από το ΚΚΙ εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας τους, ο Φουκό αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει εξαιτίας της τραυματικής εμπειρίας που είχε στο ΚΚΓ.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, ελάχιστοι άνθρωποι στο φεμινιστικό ή το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα θα έδιναν σημασία στα βιώματα της μητέρας μου, για παράδειγμα, μιας γυναίκας της εργατικής τάξης από την επαρχία που πρωταγωνιστεί στο τελευταίο μου βιβλίο, το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Ακούω φεμινίστριες στη Γαλλία να μιλάνε για τα δικαιώματα των γυναικών στον κόσμο της τέχνης, της εκπαίδευσης, των επιχειρήσεων, των ΜΜΕ, αλλά ποτέ για απλές λαϊκές γυναίκες, όπως εκείνη. Κι όμως, εκείνες υφίστανται τη μεγαλύτερη βία καθώς δεν έχουν διεξόδους, ούτε χρήματα ούτε πτυχία ούτε καν λογαριασμό στα σόσιαλ μίντια. Χρειάζεται αλλαγή αφηγήματος.
FacebookTwitter Μιλώντας για την αριστερά, δεν μου αρέσει, για παράδειγμα, η «ταμπέλα» του νεοφιλελεύθερου που συνήθως κολλά σε ό,τι αντιπολιτεύεται γιατί είναι μια γενικότητα που περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Αυτό που κάποιοι ονομάζουν «πολιτικές της ταυτότητας» δεν είναι κάτι αφηρημένο αλλά πολύ συγκεκριμένο, πολύ χειροπιαστό. Aν είσαι γκέι, τρανς, φτωχή γυναίκα ή οικονομικός μετανάστης είναι πιθανότερο να υποστείς αστυνομικό έλεγχο, να δεχθείς επίθεση, να δολοφονηθείς, να αυτοκτονήσεις. Τα ποσοστά αυτοκτονιών στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, και ειδικά στα νέα παιδιά, είναι πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι στον μέσο πληθυσμό. Είχα φλερτάρει κι εγώ νεότερος με την ιδέα της αυτοχειρίας και όχι, δεν πρόκειται για ζήτημα ταυτότητας ή αισθητικής αλλά για ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως ακριβώς είναι και ο ταξικός αγώνας. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος «timing», ούτε ζωές που αξίζουν λιγότερο από άλλες.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι υπάρχουν συγκυρίες στις οποίες οφείλεις να προτάξεις ένα αίτημα έναντι άλλων. Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, για παράδειγμα, στο οποίο συμμετείχα, έδινε προτεραιότητα στις αντιλαϊκές πολιτικές του Μακρόν και στην κτηνώδη αστυνομική βία την οποία γνώρισα κι εγώ στο πετσί μου εκείνες τις μέρες. Δεν θα πήγαινα σε μια τέτοια διαδήλωση φωνάζοντας ΛΟΑΤΚΙ+ συνθήματα γιατί θα ήταν άτοπο, όπως θα ήταν αντίστοιχα άτοπο και το ’16, στις μαζικές κινητοποιήσεις για τη δολοφονία από μπάτσους του 24χρονου μαύρου Adama Traoré, που διοργάνωσε η Επιτροπή κατά της Αστυνομικής Βίας.
Συμμετείχα κι εγώ σε αυτή την επιτροπή, «ψυχή» της οποίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Adama, η Assa, από τα πιο αξιοθαύμαστα πρόσωπα που έχω γνωρίσει. Στο τελευταίο Paris Pride είδα πολλά πανό και πλακάτ κατά του Μακρόν και της αστυνομικής βίας, με τα οποία φυσικά συμφωνούσα, όμως προτεραιότητα σε ένα τέτοιο event έχουν νομίζω τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα που δεν είναι μεν ξεχωριστά από τα άλλα –το γνωρίζω αυτό πολύ καλά καθώς προέρχομαι και ο ίδιος από την εργατική τάξη–, αλλά κάποιος χρειάζεται να μιλήσει καταρχάς γι’ αυτά και ποιο το καταλληλότερο μέρος από ένα Pride!
Είναι, άλλωστε, αδύνατο να υπάρξει ένα κίνημα τόσο συμπεριληπτικό ώστε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα όλων, από τα εργατικά μέχρι των ζώων, Καθένα πρέπει να αφοσιώνεται σε έναν στόχο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβλέπει ή υποτιμά τους άλλους. Το λέω αυτό γιατί ακόμα και σε ένα κομμάτι της αριστεράς υπάρχει ομοφοβία που εκφράζεται με την αντίληψη ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ θέματα είναι στον πάτο της λίστας. Γι’ αυτό μιλάω για ηγεμονικές πολιτικές που οφείλουν να αναθεωρηθούν.
Για τους ίδιους λόγους είμαι αρκετά επιφυλακτικός με όρους όπως η ομοκανονικότητα και το λεγόμενο pink washing. Βρίσκω την πρώτη προβληματική και μάλλον αφελή πολιτικά αντίληψη, δεδομένου ότι απέχουμε πολύ από το να ενταχθούμε στην περίφημη αυτή κανονικότητα ακόμα και στις πιο φιλικές στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα χώρες. Μεταξύ μας, τώρα, ούτε εμένα με ενθουσιάζει το να οικειοποιείται ένας άνθρωπος, μια εταιρεία, ένας οργανισμός ή ένα κράτος που μπορεί να μη διαθέτουν, κατά τα άλλα, την καλύτερη έξωθεν μαρτυρία τα σύμβολα και τα αιτήματά μας, χωρίς να έχουν πάντα ειλικρινείς προθέσεις. Ή, αν έχουν, μπορεί να τις περιορίζουν στους προνομιούχους γκέι και λεσβίες.
Ακόμα κι έτσι, όμως, το θεωρώ νίκη ακριβώς επειδή υποχρεώνουμε πλέον, μέσα σε αυτόν τον άνισο, καπιταλιστικό, πατριαρχικό, σεξιστικό κόσμο, ανθρώπους, εταιρείες, οργανισμούς και κράτη να δείξουν ότι μας υπολογίζουν. Από κει και πέρα, σαφώς και οφείλουμε να στηλιτεύουμε την υποκρισία και την εκμετάλλευση όπου υπάρχει, όμως η πρώτη αυτή νίκη είναι αδιαμφισβήτητη και πολύτιμη. Ούτε με την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε πλούσια και φτωχά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα συμφωνώ, κι ας είναι τα πρώτα πιο προνομιούχα – η ιστορία αλλά και η ζωή δείχνουν ότι το μίσος και ο ρατσισμός δεν κάνουν διακρίσεις. Έπειτα, το να κολλάς έναν προνομιακό χαρακτηρισμό τύπου λευκός, ευκατάστατος, Δυτικός κ.λπ. στη ΛΟΑΤΚΙ+ συνθήκη είναι ένας ακόμα τρόπος να αποσιωπήσεις την καταπίεση που υφίσταται.
Εννοείται ότι υπάρχουν ταξικές, ακόμα και φυλετικές ή έμφυλες διακρίσεις και μέσα στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αν ξεκινήσεις όμως από εκεί υποβαθμίζεις τη βία με την οποία κάθε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπο. Πολεμάμε την πατριαρχία, τον καπιταλισμό, τον ρατσισμό, όχι τους γκέι, τις λεσβίες, τα τρανς άτομα. Στο ίδιο μοτίβο, αν, για παράδειγμα, άκουγα κάποιον να αποκαλεί “straight cis gender μαύρο άντρα” τον Τζορτζ Φλόιντ, η δολοφονία του οποίου από αστυνομικό πυροδότησε το κίνημα Black Lives Matter, θα τον θεωρούσα ξεκάθαρα ρατσιστή. Γιατί ο Φλόιντ δολοφονήθηκε ακριβώς επειδή ήταν μαύρος, με το να τον χαρακτηρίσεις “cis straight” του προσδίδεις ένα προνόμιο που συσκοτίζει τη γενεσιουργό αιτία του εγκλήματος.
Είναι η άλλη όψη τού να εξιδανικεύεις κοινωνικές ομάδες και μειονότητες όπως οι γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, οι πρόσφυγες κ.λπ., πιστεύοντας ότι έτσι κάνεις καλό. Όταν όμως αποδίδεις σε έναν άνθρωπο μόνο θετικά χαρακτηριστικά τον απανθρωποποιείς, κάτι που συνιστά μια αντεστραμμένη μορφή διάκρισης. Διότι και μέσα σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες μπορεί να συναντήσεις ρατσισμό, ομοφοβία, πατριαρχικές αντιλήψεις, εκμετάλλευση κ.λπ., όπως άλλωστε σε όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο ισότιμα σημαίνει να λαμβάνεις υπόψη και τις πιθανές απάνθρωπες πλευρές του.
Το επόμενο βιβλίο μου αφορά τον μεγαλύτερο αδελφό μου που δυστυχώς δεν ζει πια. Έναν αδελφό που με κακομεταχειριζόταν από μικρό επειδή καταλάβαινε πως ήμουν διαφορετικός –μέχρι που αποπειράθηκε να με σκοτώσει με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ–, που πούλαγε τσαμπουκάδες, που είχε ασκήσει βία σε γυναίκες και γκέι, που αντιπαθούσε τους μετανάστες και κατέληξε στα 38 του από χρόνιο, βαρύ αλκοολισμό.
Με ενδιαφέρει πολύ γιατί έγινε αυτός που έγινε, πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς και γιατί η αριστερά, που θα ήταν ο φυσικός του χώρος, δεν ασχολήθηκε ποτέ πραγματικά με ανθρώπους σαν αυτόν, όπως δεν ασχολήθηκε με ανθρώπους σαν τον πατέρα και τη μάνα μου. Το πολύ να του κόλλαγε κάποιες ταμπέλες όπως λούμπεν, μισογύνης, ρατσιστής, ομοφοβικός, φουλ στην τοξική αρρενωπότητα και τέτοια. Το θέμα, όμως, δεν είναι να βρεις τους πιο αιχμηρούς χαρακτηρισμούς αλλά το τι κάνεις, πώς διαχειρίζεσαι τέτοιες περιπτώσεις. Τις χαρίζεις στην ακροδεξιά ή προσπαθείς να τις προσεγγίσεις;
Το βιβλίο, λοιπόν, αυτό θα είναι το τρίτο σημείο στον κοινωνικό χάρτη που επιχειρώ να σχεδιάσω, ανασκάπτοντας και εκθέτοντας σε συνέχειες την οικογενειακή μου ιστορία στην παράδοση του Μπαλζάκ, του Ζολά και του Προυστ. Λυπάμαι αν η υπόθεση δεν θα εκπλήξει τους αναγνώστες, αλλά δεν αποσκοπώ στην έκπληξη, ούτε καν στην πρωτοτυπία, αλλά σε κάτι που θεωρώ ουσιαστικότερο. Στον Εντί Μπελγκέλ εστιάζω στην παιδική μου ηλικία, στην Ιστορία της βίας στον βιασμό, στο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας στη δύναμη της θέλησης για αλλαγή, στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου στην πολιτική, στο επόμενο για τον αδελφό μου για την εγκατάλειψη και την παραίτηση που οδηγούν στη βία.
Η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η ακροδεξιά δεν αναδείχθηκε τώρα πρώτη πολιτική δύναμη, αυτό έχει συμβεί ήδη από χρόνια και οφείλεται στη διάλυση του κοινωνικού κράτους εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών –εδώ ναι, ταιριάζει ο όρος!–, στην αποστασιοποίηση των παραδοσιακών αριστερών κομμάτων όπως το PS (σοσιαλιστές) από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, την ανέχεια, την ανεργία, την εργασιακή ανασφάλεια, την αστυνομική καταστολή, τον ρατσισμό.
Είναι όλα αυτά που περιγράφει ο Ντιντιέ Εριμπόν στην Επιστροφή στη Ρενς και όχι, δεν φταίνε οι άνθρωποι που παρασύρονται από τα ακροδεξιά κελεύσματα αλλά τα κόμματα εκείνα του δημοκρατικού τόξου που τους σνόμπαραν και τους εγκατέλειψαν, αφήνοντας όλο το πεδίο ελεύθερο στους απέναντι. Είναι, ξέρεις, δύσκολο να πείσεις τον άλλο να ψηφίσει με το μυαλό όταν δεν βγαίνει ο μήνας, θα ψηφίσει με το κουρασμένο του σώμα και αυτό εύκολα μπορεί να λάβει τη μορφή ψήφου διαμαρτυρίας κατά ενός γενικού κι αόριστου «κατεστημένου» σαν αυτό που προφασίζεται ότι πολεμά η άκρα δεξιά.
Είχα τις προάλλες μια έντονη τηλεφωνική λογομαχία με τον πατέρα μου όταν μου δήλωσε ότι θα ψηφίσει και πάλι την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν. Τον απείλησα ότι δεν θα του ξαναμιλήσω γιατί είναι αδύνατο να δεχτώ πως εξακολουθεί να ψηφίζει ένα κόμμα που αντιπροσωπεύει όλα εκείνα που θα ακύρωναν και θα οδηγούσαν στον αφανισμό όχι μόνο εμένα, τον γιο του, ως άνθρωπο αλλά και τον ίδιο. Ανήκεις, του έλεγα, στην εργατική τάξη και αυτά στα οποία θα προσέβλεπες –σταθερή εργασία, καλός μισθός, αξιοπρεπείς συντάξεις, κοινωνική ασφάλιση, δημόσια εκπαίδευση, δικαίωμα στον συνδικαλισμό, κατοχυρωμένα ρεπό και διακοπές– οφείλονται στους αγώνες της αριστεράς. Τι δουλειά έχεις εσύ με τους ακροδεξιούς, οι οποίοι μάλιστα υπερψήφισαν στη Βουλή όλα τα αντεργατικά μέτρα του Μακρόν;
Όμως εκείνος δεν μεταπειθόταν ακριβώς γιατί δεν ψηφίζει πια με το μυαλό αλλά με το κορμί, ένα κορμί τσακισμένο από τη σκληρή δουλειά και εγκαταλειμμένο από εκείνο τον πολιτικό χώρο που τον παρακινούσα να προτιμήσει. Αυτή είναι τώρα η μεγαλύτερη πρόκληση για την αριστερά, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου (σ.σ. η κουβέντα έγινε δυο μέρες πριν από τον β’ γύρο), να πείσει ανθρώπους σαν τον πατέρα μου ότι στέκεται δίπλα τους και ότι εκείνη μπορεί να τους εγγυηθεί μια καλύτερη ζωή, όχι η ακροδεξιά.
Το να φωνάζεις πόσο κακιά είναι η Λεπέν δεν ωφελεί, πρέπει και να πείσεις γιατί εσύ είσαι καλύτερος και αυτό δεν γίνεται μόνο με την επίκληση στο συναίσθημα και μεγαλόστομα μανιφέστα. Θα δώσω, ωστόσο, τα εύσημα στην αριστερά γιατί κατάφερε για δεύτερη φορά την τελευταία εκατονταετία (σ.σ. η πρώτη ήταν το 1938) να παραμερίσει τις διαφορές της και να ενωθεί απέναντι στον κοινό εχθρό. Μένει να δούμε αν θα καταφέρει να μείνει ενωμένη και την επομένη των εκλογών αλλά και ποια εναλλακτική πρόταση θα μπορέσει να αρθρώσει».